- πλημμελειοδίκης
- ο судья суда первой инстанции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλημμελειοδίκης — ο, η, Ν δικαστής, πρωτοδίκης, ο οποίος δικάζει αδικήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως πλημμελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμέλεια + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πλημμελειοδίκης — ο δικαστής του πλημμελειοδικείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμελειοδικείο — το, Ν το δικαστήριο στο οποίο δικάζονται τα πλημμελήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμελειοδίκης. Η λ., στον λόγιο τ. πλημμελειοδικεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πλημμελειοδικός — ή, ό, Ν [πλημμελειοδίκης] φρ. «πλημμελειοδικό συμβούλιο» το συμβούλιο πλημμελειοδικών … Dictionary of Greek